Ο Paul Watzlawick μας υπενθυμίζει με τη Θεωρία της Επικοινωνίας πως κάθε επικοινωνία έχει δύο επίπεδα: το επίπεδο του περιεχομένου, που αφορά το τι λέγεται, και το επίπεδο της σχέσης, που αφορά το πώς μεταδίδεται και ποιος το λέει σε ποιον. Το περιεχόμενο είναι οι λέξεις, τα νοήματα, οι πληροφορίες. Η σχέση είναι ο υπόκωφος τόνος, το πλαίσιο, το νόημα που δίνει η σχέση στα λόγια. Όπως λέει ο ίδιος: “Κάθε μήνυμα περιέχει μια οδηγία για το πώς ο αποδέκτης πρέπει να κατανοήσει το περιεχόμενο.”
Στην ψυχοθεραπευτική συνθήκη, αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η θεραπεία δεν είναι απλώς μια διαδικασία ανταλλαγής περιεχομένων, “τι νιώθω”, “τι μου συνέβη”, αλλά μια σχέση όπου ο άνθρωπος μαθαίνει να βλέπει τον εαυτό του ως μέρος ενός διαλόγου, με τους άλλους, με τον θεραπευτή, και τελικά με τον ίδιο του τον εαυτό.
Η ψυχοθεραπεία ως χώρος επίγνωσης του “πώς σχετίζομαι”
Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια που ανοίγει η ψυχοθεραπεία είναι ακριβώς αυτό: Η επίγνωση του τρόπου που σχετιζόμαστε. Αυτό είναι ένα κεφάλαιο που κατά τη δική μου εμπειρία λίγους έχει απασχολήσει, προτού να μπουν στη διαδικασία να ξεκινήσουν συνεδρίες. Δεν είναι άλλωστε, δυστυχώς, γνώση ή δεξιότητα την οποία μαθαίνουμε ή καλλιεργούμε στο σχολείο. Πέρα λοιπόν, από το “τι μου συμβαίνει”, η θεραπεία καλεί τον άνθρωπο να δει πώς τοποθετείται μέσα στις σχέσεις του, με ποιον τρόπο συνδιαμορφώνει το πεδίο επικοινωνίας. Ποιος συνήθως ηγείται; Ποιος αποσύρεται; Ποιος παίρνει την πρωτοβουλία να φροντίσει, να κατευνάσει, να αναλάβει ευθύνη; Ποιος σιωπά και ποιος μιλά για να κρατήσει τον έλεγχο; Ποιος αναζητά θαυμασμό, προσοχή, επιβεβαίωση ή υποτίμηση, ως τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να συνδέεται.
Είναι μια δεξιότητα που χρειάζεται εξάσκηση, όπως όλες. Γιατί ο άνθρωπος καλείται να συμμετέχει ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα επικοινωνίας: στο ένα, ζει τη σχέση, συμμετέχει, συγκινείται, απαντά, εκφράζεται και στο άλλο, παρατηρεί τον εαυτό του και τον άλλον, αναγνωρίζει τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή ανάμεσά τους. Η ισορροπία ανάμεσα στη συμμετοχή και στην παρατήρηση είναι θεμελιώδης: αν κάποιος μείνει μόνο στην παρατήρηση, αποκόπτεται. Αν μείνει μόνο στη συμμετοχή, χάνει τη δυνατότητα επίγνωσης. Στη θεραπεία καλλιεργείται ακριβώς αυτή τη διπλή ικανότητα, να είσαι μέσα στη σχέση και να τη βλέπεις ταυτόχρονα, να μπορείς να “χορεύεις” μέσα στον διάλογο και να συνειδητοποιείς τα βήματα του χορού την ίδια στιγμή.
Ο τρόπος που κάποιος σχετίζεται σήμερα δεν είναι τυχαίος. Eίναι το αποτέλεσμα σχέσεων που υπήρξαν πριν από εμάς μέσα μας. Είναι ο τρόπος που μάθαμε να επικοινωνούμε, να αγαπάμε, να προστατευόμαστε, να επιβιώνουμε μέσα στις πρώτες μας σημαντικές σχέσεις. Η γνώση αυτού του τρόπου είναι πολύ σημαντική.
Όταν κατανοούμε πώς σχετιζόμαστε, αρχίζουμε να βλέπουμε πρώτα καθαρότερα μοτίβα επικοινωνίας με τα οποία ήμαστε εξοικειωμένοι και ανέκαθεν μιμούμασταν αλλά και έπειτα, την ανάγκη που εξυπηρετεί αυτός ο τρόπος σύνδεσης . Έτσι, είναι σημαντικό, να αναζητήσουμε τις πηγές αυτών των τρόπων, να θυμηθούμε ποιοι μιλούσαν έτσι, ποιοι αγαπούσαν έτσι, ποιοι φοβούνταν ή σιωπούσαν έτσι. Ίσως αναγνωρίσουμε τη φωνή του πατέρα, της μητέρας, ενός δασκάλου, ενός πρώιμου δεσμού.
Κατόπιν, αναγνωρίζουμε τις ανάγκες που οι τρόποι αυτοί σύνδεσης εξυπηρετούσαν. Όπως ότι πίσω από κάθε στάση, τη σιωπή, την ανάγκη για αποδοχή ή για θαυμασμό, τη φλυαρία, την υποχώρηση, κρύβεται μια προσπάθεια να διατηρηθεί η σύνδεση. Κάποτε ίσως χρειαζόταν να σιωπήσουμε για να μη θυμώσει κάποιος, να μιλήσουμε δυνατά για να μας ακούσουν, να φανεί πως τα καταφέρνουμε για να μας αγαπήσουν. Η επίγνωση αυτής της ιστορίας, μας δείχνει τι μάθαμε να κάνουμε για να υπάρξουμε μέσα στις σχέσεις.
Γι’ αυτό η γνώση έχει δύναμη: γιατί μετατρέπει το άγνωστο σε γνωστό. Από τη στιγμή που βλέπω πότε και γιατί ενεργοποιείται ένας τρόπος επικοινωνίας, έχω ήδη δημιουργήσει απόσταση. Δεν “είμαι” πια η σιωπή ή η υποχώρηση. Μπορώ να τη δω, να την αναγνωρίσω και, αν θέλω, να πειραματιστώ με κάτι άλλο.
Αυτό ακριβώς είναι το πεδίο όπου η ψυχοθεραπεία προσκαλεί την αλλαγή: όχι να καταργήσουμε τους παλιούς τρόπους, αλλά να τους επικαιροποιήσουμε. Να δούμε αν μάς υπηρετούν ακόμα. Αν όχι, μπορούμε να δοκιμάσουμε νέες κινήσεις μέσα στις σχέσεις μας, να εκφράσουμε κάτι που συνήθως καταπνίγουμε, να ζητήσουμε κάτι χωρίς ενοχή, να αφήσουμε κάποιον να μας πλησιάσει χωρίς να προλάβουμε να αμυνθούμε.
Σε ένα συνεργατικό, διαλογικό πλαίσιο, η θεραπευτική σχέση δεν είναι αποκομμένη από τη ζωή. Είναι μικρογραφία των σχέσεων του θεραπευόμενου στον έξω κόσμο. Ο τρόπος που σχετίζεται με τον θεραπευτή συχνά αναπαράγει γνωστούς ρόλους, του υποχωρητικού, του ελεγκτικού, του υπεύθυνου, του αόρατου, του “καλού παιδιού”. Όταν αυτοί οι τρόποι αρχίσουν να παρατηρούνται με περιέργεια και χωρίς κριτική, η θεραπεία γίνεται ένα εργαστήριο σχέσης: ο θεραπευόμενος μπορεί να δοκιμάσει να σταθεί αλλιώς, να πάρει χώρο, να διαφωνήσει, να εκτεθεί, να επιτρέψει φροντίδα. Ο/η θεραπευόμενος/η μαθαίνει να διακρίνει πότε μιλά από το επίπεδο του περιεχομένου, όπως “λέω τι νιώθω” και πότε από το επίπεδο της σχέσης, όπως “σου δείχνω πώς σχετίζομαι μαζί σου όταν σου το λέω”.
Έτσι, το επίπεδο της σχέσης γίνεται τόπος μάθησης: ένα “πείραμα” για το πώς μπορεί να υπάρξει κανείς σε σχέση χωρίς να χάνει τον εαυτό του. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου πως η αλλαγή δεν έρχεται από την ανάλυση, αλλά από την εμπειρία νέου τρόπου σχέσης. Έτσι, μέσα στη θεραπεία, ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να βιώσει ότι μπορεί να σχετίζεται αλλιώς: ότι μπορεί να ακουστεί χωρίς να τιμωρηθεί, να φανεί χωρίς να εκτεθεί, να μείνει παρών χωρίς να χαθεί. Και σιγά σιγά, αυτή η εμπειρία γίνεται νέα γνώση του εαυτού, ένας διαφορετικός τρόπος να υπάρχει κανείς μέσα στις σχέσεις.
Στο μεταμοντέρνο θεραπευτικό πλαίσιο, η ισότητα και η συμπληρωματικότητα δεν είναι στατικές θέσεις, αλλά σχέσεις ρόλων που διαπραγματεύονται συνεχώς.
Η ισότιμη σχέση χαρακτηρίζεται από συν-δημιουργία νοήματος. Ο/η θεραπευτής/τρια δεν έχει “την αλήθεια”. Εχει περιέργεια, σεβασμό και διάθεση να μάθει πώς είναι ο κόσμος του άλλου. Η επικοινωνία είναι κυκλική, οι δύο συνομιλητές επηρεάζουν ο ένας τον άλλον. Ο/η θεραπευτής/τρια προσφέρει ένα διαφορετικό πλαίσιο, έναν νέο φακό, αλλά όχι ερμηνεία. Η θεραπεία γίνεται ένας διάλογος δύο υποκειμένων, όπου ο λόγος του θεραπευτή δεν είναι “ανώτερος”, αλλά “συντονιστικός”.
Υπάρχουν στιγμές όπου η θεραπευτική σχέση γίνεται συμπληρωματική — όταν ο θεραπευόμενος χρειάζεται να δανειστεί προσωρινά τη σταθερότητα, τη γνώση ή τη φροντίδα του θεραπευτή. Αυτό δεν σημαίνει εξουσία ή εξάρτηση, αλλά δυναμική αλληλορρύθμιση. Ο θεραπευτής κρατά το “πλαίσιο ασφάλειας” ώσπου το άτομο να μπορέσει να το κρατήσει μόνο του. Στη συνέχεια, το σύστημα ξαναβρίσκει ισορροπία: η συμπληρωματικότητα μετατρέπεται πάλι σε ισότιμο διάλογο.
Η ευελιξία ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές, ισότιμη και συμπληρωματική, είναι στοιχείο υγείας της θεραπευτικής σχέσης. Όταν η σχέση μένει ανοιχτή σε αυτή την εναλλαγή, η επικοινωνία παραμένει ζωντανή και δημιουργική.
Κλείνοντας, η ψυχοθεραπευτική σχέση μπορεί να γίνει ο καθρέφτης που επιτρέπει στον άνθρωπο να ξαναδεί όχι μόνο τι λέει, αλλά και ποιος είναι όταν μιλά. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε πως η σχέση δεν είναι απλώς πλαίσιο θεραπείας, είναι η ίδια θεραπεία. Και η επίγνωση του πώς υπήρχαμε μέσα στις σχέσεις μας και πώς υπήρχαν οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας μέσα στις σχέσεις τους, μας αφήνει με μια ιδέα του πώς μπορεί να χτίστηκε η πλοκη της ιστορίας μας. Κι όταν κάτι γίνει ιστορία, μπορούμε και να την ξαναδιηγηθούμε αλλιώς.