Συνήθως, δηλαδή, η σκέψη για αυτή την ‘αναποφασιστικότητα’ ή για αυτό το μπέρδεμα που βιώνεται, έρχεται με σκέψεις όπως «μια ζωή είμαι αναποφάσιστη!», «μόνο αντιφάσεις είμαι», «δεν ξέρω τι πάει λάθος με εμένα». Σκέφτομαι πως αυτή η θέαση της συγκεκριμένης συνθήκης, πέρα από το ότι ίσως αντανακλά το βάρος ή τη δυσφορία που κανείς βιώνει ως απόρροια της πάλης ανάμεσα σε διαφορετικά θέλω, ενέχει και μια εξιδανίκευση της δεξιότητας της αποφασιστικότητας, μια πεποίθηση πως τα πράγματα θα πρέπει πάντα να είναι ξεκάθαρα, και μια ενδεχομένως αδυναμία να κατανόησει την πηγή αυτής της πάλης. Όταν για κάτι δεν έχουμε βρει την αιτία και δεν βγάζει νόημα, είναι δυσκολότερο να εστιάσουμε στη χρηστικότητα αυτού, παρά εστιάζουμε στη δυσλειτουργία που ίσως επιφέρει.
Το μυαλό μας κατοικείται από ανθρώπους, φωνές, διαλόγους που μας έχουν επηρεάσει. Από μια πολλαπλότητα φωνών, εσωτερικών απόψεων και εσωτερικών διαλόγων.
Ένα κομμάτι της δουλειάς μας, είναι να προσκαλέσουμε το άτομο να δημιουργήσει τις συνδέσεις και να κατανοήσει την προέλευση των διαφορετικών ή και αντιφατικών μεταξύ τους σκέψεων, συναισθημάτων και θέλω. Το να ξεκινήσει κανείς/καμιά φέρνοντας στη μνήμη του τα διαφορετικά βιώματα που φέρει, τις φωνές των γονιών του, των ανθρώπων της ευρύτερης οικογένειας, των δασκάλων, των φίλων και συντρόφων, είναι μια καλή αφετηρία ώστε να κατανοήσει την πολλαπλότητα των εμπειριών, των ιδεών και των απόψεων που φέρει μέσα του/της. Το μυαλό μας δεν είναι ένα μονοφωνικό σύστημα, είναι μια δημοκρατία εσωτερικών φωνών. Έτσι, οι σκέψεις που αφορούν την αμφιταλάντευση ανάμεσα σε διλήμματα ή τη μη μετακίνηση και στασιμότητα, θα μπορούσαν να είναι επικριτικές, όπως «είμαι ανάξιος/α να αποφασίσω», απαισιόδοξες, «ποτέ δεν θα μπορώ να αποφασίζω με ευκολία», απόλυτες, «για να είμαι πετυχημένος/η πρέπει να μπορώ να αποφασίζω εύκολα». Τέτοιες σκέψεις εκπηγάζουν από οικείες σε εμάς φωνές που συναντήσαμε ανά τα χρόνια.
Στόχος της διαλογικής θεραπείας δεν είναι να “εξαφανίσουμε” τις ενοχλητικές φωνές, αλλά να τους δώσουμε ρόλο και νόημα μέσα στο σύνολο.
Στόχος, επίσης, θα λέγαμε πως είναι να προσκαλέσουμε ιδέες και απόψεις και άλλων φωνών που συναντήσαμε και συναντάμε στη ζωή μας, οι οποίες ενδεχομένως, για κάποιους λόγους, να είναι πιο αποδυναμωμένες. Φωνές, για παράδειγμα, συμπονετικές, όπως «πραγματικά ζορίζομαι μέσα σε αυτή την κατάσταση», φωνές με περιέργεια, «τι είναι άραγε αυτό που με κάνει να δυσκολεύομαι τόσο μέσα στην κατάσταση;», φωνές αισιόδοξες «που θα πάει, αφού το επιδιώκω, θα βρω την απάντηση κάποια στιγμή», φωνές πιο ευέλικτες «είναι εντάξει να μην εχω βρει την απάντηση» ή «ίσως και να μη χρειάζεται να είμαι 100% σίγουρος/η ότι αυτή είναι η σωστή απάντηση».
Έτσι, η σκέψη και το συναίσθημά μας για αυτή τη συνθήκη, της συνθήκη όπου παραμένουμε εγκλωβισμένοι χωρίς να μπορούμε να πάρουμε απόφαση, αλλάζει.
Αλλάζοντας τη μετα-σκέψη μας για τη συνθήκη, έρχεται κανείς/καμιά πιο κοντά στο να αλλάξει και ιδέες και πεποιθήσεις που συντηρούν την ίδια τη δυσκολία.
Φαίνεται πως προαπαιτούμενο για την παραπάνω διαδικασία, είναι αρχικά να αναγνωριστούν οι φωνές αυτές, να τους δοθεί όνομα, μορφή και λόγος. Μόνο ό,τι έχει αναγνωριστεί μπορεί να συμμετάσχει στον διάλογο. Μερικές από αυτές είναι γνώριμες και ηχηρές, μιλούν ενδεχομένως με τον τόνο του γονιού που προτρέπει, του δασκάλου που καθοδηγεί, του συντρόφου που αποδοκιμάζει, ή της φιλικής φωνής που ενθαρρύνει. Άλλες μπορεί είναι χαμηλές, σχεδόν ψιθυριστές, οι φωνές της περιέργειας, της τρυφερότητας ή της ανάγκης για ξεκούραση.
Από τη στιγμή που οι φωνές αποκτούν ταυτότητα, μπορεί να ξεκινήσει η δεύτερη φάση: ο διάλογος ανάμεσά τους. Η συνάντηση των εσωτερικών φωνών είναι συχνά συγκρουσιακή. Η φωνή της λογικής ενδέχεται να συγκρούεται με εκείνη του συναισθήματος, η φωνή της υποχρέωσης με εκείνη της επιθυμίας, η φωνή της ασφάλειας με εκείνη της ανάγκης για ανακάλυψη. Η θεραπευτική διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει σαν την ασφαλή σκηνή όπου αυτές οι φωνές ακούγονται εναλλάξ, χωρίς να επιδιώκεται νίκη ή ήττα αλλά κατανόηση.
Ο/η θεραπευτής/θεραπεύτρια, μπορεί να καλέσει το άτομο να σταθεί εκ περιτροπής σε κάθε θέση, να μιλήσει από εκεί, να νιώσει το σώμα, το συναίσθημα και το νόημα που τη συνοδεύουν. Μέσα από την εναλλαγή, αρχίζει να αναδύεται η λογική κάθε φωνής, η ανησυχία της, οι προθέσεις της, οι φόβοι και οι ελπίδες της. Ενδεχομένως παρατηρούνται συνδέσεις ανάμεσα στις φωνές που εκπλήσσουν, όπως το να γίνει αντιληπτό πως φωνές που φαίνονταν εχθρικές, μπορούν να έχουν ταυτόχρονα προστατευτική διάσταση.
Καθώς οι φωνές συνομιλούν, διαμορφώνονται νέες συμμαχίες. Η φωνή της συμπόνιας μπορεί να πιάσει το χέρι της κριτικής φωνής και να της υπενθυμίσει ότι ο σκοπός της δεν είναι να τιμωρεί αλλά να προστατεύει. Η φωνή της περιέργειας μπορεί να γίνει μεσολαβητής ανάμεσα στο “πρέπει” και στο “θέλω”. Η φωνή του φόβου μπορεί να συνομιλήσει με εκείνη της επιθυμίας. Ο φόβος υπενθυμίζει τους κινδύνους, τις απώλειες, ενώ η επιθυμία υπενθυμίζει στο άτομο τους λόγους για τους οποίους θα είχε νόημα να παραβλέψει τα “αν” και τα “μήπως” και να πάρει το ρίσκο, εμπιστευόμενος/η κάτι σε μια συνθήκη.
Αυτή είναι μια από τις δεξιότητες που αξίζει να καλλιεργήσει κάποιος/α που ξεκινάει ψυχοθεραπεία, η ικανότητα να συνυπάρχουν πολλές φωνές χωρίς να ακυρώνουν η μία την άλλη. Μαθαίνει να λέει «ένα μέρος μου θέλει να μείνει, ένα άλλο να φύγει» χωρίς να νιώθει ότι πρέπει αμέσως να διαλέξει. Μπορεί να ακούσει τι ζητά το φοβισμένο κομμάτι, τι ελπίζει το αισιόδοξο, τι διεκδικεί το θυμωμένο, και να διαμορφώσει μια πιο σύνθετη, ώριμη απάντηση. Μέσα από την εναλλαγή και τη συνύπαρξη, το άτομο ανακαλύπτει ότι ίσως δεν χρειάζεται να επιλέξει ποια φωνή έχει δίκιο, αλλά να βρει έναν τρόπο να τις ακούει όλες και να αντλεί από καθεμία κάτι χρήσιμο. Η αναγνώριση και ο διάλογος οδηγούν στη διεύρυνση της εσωτερικής πολυφωνίας. Το άτομο ανακαλύπτει ότι μπορεί να δει τα πράγματα από πολλαπλές οπτικές, να κρατά ταυτόχρονα αντίθετες ιδέες χωρίς να απειλείται από αυτές.
Όσο περισσότερο εξασκείται σε αυτόν τον εσωτερικό διάλογο, τόσο περισσότερο ενδυναμώνεται η μετα-θέση, η φωνή του παρατηρητή ή σκηνοθέτη, μια φωνή-συντονιστής των υπόλοιπων. Βοηθά να κρατηθεί η ισορροπία, να υπενθυμίζεται ο κοινός σκοπός, να αξιολογείται πότε κάθε φωνή χρειάζεται να προχωρήσει στο προσκήνιο και πότε να αποσυρθεί.